Παντού κακοί, μόνο στην άμυνα καλοί;*
Του Ναμίκ Ταν
Δύο κυρίαρχες αφηγήσεις κυκλοφορούν διαρκώς στην Τουρκία. Αλληλοσυμπλέκονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Και οι δύο υποστηρίζουν ότι η χώρα, υπό τη διακυβέρνηση Ερντογάν —ιδίως μετά τη μετάβαση στο «αλά τούρκα» προεδρικό σύστημα— απογειώθηκε. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, η Τουρκία πλέον στέκεται όρθια, η φωνή της ακούγεται και, όποτε το κρίνει αναγκαίο, ενεργεί μονομερώς.
Ποιες είναι αυτές οι αφηγήσεις; Η πρώτη υποστηρίζει ότι στην αμυντική βιομηχανία σημειώθηκε εξαιρετική πρόοδος προς την αυτάρκεια, ικανή να ανταποκριθεί στην εποχή της παγκόσμιας τεχνολογικής επανάστασης. Η δεύτερη ισχυρίζεται ότι οι πολιτικές Ερντογάν στην εξωτερική πολιτική και την εθνική ασφάλεια είναι επιτυχημένες και επαινούνται από ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, συμπεριλαμβανομένης της αντιπολίτευσης.
Αυτή η διπλή αφήγηση προϋποθέτει ότι η Τουρκία, καθώς αφήνει πίσω της τα εκατό χρόνια της Δημοκρατίας, βρίσκεται στο κατώφλι —ή έχει ήδη κατακτήσει— τη «στρατηγική αυτονομία». Με άλλα λόγια, ενώ είναι προφανές ότι η Τουρκία κακοδιοικείται σχεδόν σε κάθε τομέα, τουλάχιστον σε αυτά τα ζητήματα κάνει τις σωστές επιλογές. Κατά κάποιο τρόπο, τα βήματα που γίνονται για την επιβίωση αποτελούν το αναγκαίο «τίμημα» της γενικότερης παρακμής.
Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Το ζήτημα είναι πολυσύνθετο: όταν η οικονομία, η δημοκρατία, η δικαιοσύνη και η παιδεία καταρρέουν, όταν η χώρα μένει πίσω από την εποχή της και απομακρύνεται από τον πολιτισμό, δεν είναι ούτε εφικτό ούτε λογικό να «πετάξει» στην εθνική ασφάλεια ή την αμυντική βιομηχανία.
Είναι αλήθεια ότι φέτος πέντε τουρκικές εταιρείες εισήλθαν στη λίστα των 100 μεγαλύτερων αμυντικών βιομηχανιών του κόσμου: TUSAŞ, BAYKAR, ASELSAN, HAVELSAN και MKE. Όπως φαίνεται, πλην της BAYKAR, όλες είναι δημόσιες. Πίσω από αυτή την επιτυχία και τη συνέργεια υπάρχει ένας σχεδιασμός με ρίζες δεκαετιών, που φθάνει μέχρι την επιχείρηση «Αττίλας» του 1974.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι η εκτόξευση της γεωπολιτικής αξίας της Τουρκίας —δηλαδή της θέσης της στον χάρτη— λόγω ευνοϊκών συγκυριών. Μια αξία που επισκιάζει τις αρχές, τα ιδεώδη, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, σπρώχνοντάς τα στο περιθώριο. Το καθεστώς αυτό —άλλοτε οπορτουνιστικό, άλλοτε κολακευτικό, άλλοτε φιλικό προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα ή πανισλαμιστικό— βλέπει την παρούσα κατάσταση ως «θείο δώρο».
Ωστόσο, το ίδιο καθεστώς επιδεικνύει και την «ευελιξία» να προσποιείται ότι δεν βρίσκεται «εδώ και τώρα». Για παράδειγμα, η Συρία στον νότο είναι διαρκώς στην ατζέντα και η Τουρκία δήθεν εμπλέκεται. Για την Ουκρανία στον βορρά όμως αρκείται να παρακολουθεί από απόσταση και να σκέφτεται δυνατά. Ενώ το γεγονός ότι η γειτονική Ιράν βρίσκεται ένα βήμα πριν αποκτήσει πυρηνικά όπλα δεν εμφανίζεται καν στο ραντάρ των υπαρξιακών απειλών.
Ομοίως, δεν υπάρχει ενδιαφέρον για το περιεχόμενο των τελικών ανακοινώσεων που υπογράφονται στις συνόδους κορυφής του ΝΑΤΟ. Εν μέσω οικονομικής κρίσης και δήθεν πολιτικών λιτότητας, η Τουρκία αναλαμβάνει τη φιλοξενία μιας τέτοιας συνόδου με κόστος δισεκατομμυρίων δολαρίων, για λόγους υποτιθέμενου κύρους.
Σε αυτό το «αλά τούρκα» καθεστώς, ο ένας άνθρωπος έχει απόλυτη εξουσία αλλά καμία ευθύνη. Τίποτα δεν γίνεται με σχέδιο, αλλά σε κάθε ζήτημα υιοθετείται η προσέγγιση «ό,τι με συμφέρει». Σαν στο έγγραφο οράματος να αναγράφεται «το καραβάνι φτιάχνεται στον δρόμο» και στη δήλωση αποστολής «πού είναι το δικό μου συμφέρον;».
Κατά συνέπεια:
Δεν είναι μυστικό ότι η ρουσφετολογία στις προμήθειες αμυντικού υλικού αποτελεί πάγια πρακτική.
Αποσιωπάται ότι η Ιταλία, μία από τις τέσσερις χώρες που παράγουν τα Eurofighter, είχε προσκαλέσει την Τουρκία στην παραγωγική αλυσίδα ήδη από το 2005. Η πρόσκληση απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι προτιμήθηκαν τα F-35.
Δεν διευκρινίζεται αν το υψηλό κόστος των Eurofighter οφείλεται σε αναγκαιότητα ή σε πρόσθετα στοιχεία, όπως τα πυραυλικά συστήματα αέρος-αέρος Meteor ή η πρόσβαση σε υπολογιστές αποστολής και μεταφορά υψηλής τεχνολογίας.
Δεν αναφέρεται ότι ο διαγωνισμός αεράμυνας δόθηκε αρχικά στην Κίνα, ότι απορρίφθηκαν οι αμερικανικοί Patriot παρά την προσφερόμενη μεταφορά τεχνολογίας, ότι δεν εγκρίθηκε το ευρωπαϊκό σύστημα SAMP-T, και τελικά —με εντελώς αυθαίρετο τρόπο— αγοράστηκαν τα S-400, με αποτέλεσμα την αποβολή της Τουρκίας από το πρόγραμμα παραγωγής των F-35.
Σήμερα, ο Αμερικανός πρέσβης Τομ Μπάρακ επιβάλλει ανοιχτά τον όρο ότι η Τουρκία «δεν μπορεί ούτε να κατέχει ούτε να χρησιμοποιεί» τα S-400, όπως προβλέπει και ο αμερικανικός αμυντικός προϋπολογισμός. Αυτή η παρέμβαση του Μπάρακ —τον οποίο ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν επαινεί με κάθε ευκαιρία— γίνεται ανεκτή, όπως και άλλες προκλητικές ενέργειες που πλήττουν την εθνική κυριαρχία.
Αποκρύπτεται ότι για το πρόγραμμα KAAN (παλαιότερα TF-X MMU) δεν έγιναν εγκαίρως οι απαραίτητες παραγγελίες κινητήρων F-110 της αμερικανικής General Electric.
Η εξαγωγή της κορβέτας TCG Akhisar στη Ρουμανία παρουσιάζεται ως επιτυχία, ενώ αποσιωπάται ότι το πλοίο κατασκευάστηκε για το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό, ότι υπάρχουν παρόμοια προβλήματα με αυτά της Πολεμικής Αεροπορίας, και δεν τίθεται το ερώτημα αν η πώληση οφείλεται στα άδεια ταμεία.
Παρουσιάζεται ως επιτυχία η εγκατάσταση ραντάρ AESA στο μη επανδρωμένο αεροσκάφος Kızılelma της BAYKAR και η προσομοίωση κατάρριψης F-16 αέρος-αέρος. Δεν αναφέρεται όμως ότι το γειτονικό Αζερμπαϊτζάν έχει ήδη τοποθετήσει ραντάρ AESA σε κινεζικά μαχητικά που αγόρασε από το Πακιστάν, ενώ η Τουρκία δεν έχει φτάσει ακόμη σε αυτό το στάδιο με τα δικά της F-16.
Δεν συζητείται ότι μέχρι το 2040 οι αεροπορίες γειτονικών χωρών θα διαθέτουν Rafale και F-35, ενώ η Τουρκία έχει χάσει εδώ και καιρό την απόλυτη περιφερειακή αποτρεπτική ισχύ που αποτελεί τον κύριο άξονα της αεράμυνάς της, εξαιτίας αυτών ακριβώς των λανθασμένων πολιτικών.
Δεν αναλύεται ότι οι ΗΠΑ, υπό την πίεση του Ισραήλ, θα πουλήσουν στη Σαουδική Αραβία την εξαγωγική έκδοση των F-35. Η λογική του προγράμματος F-35 βασίζεται στο να διαθέτουν όλες οι συμμετέχουσες χώρες το ίδιο αεροσκάφος, λειτουργώντας ως δίκτυο. Ακόμη κι αν η Τουρκία καταφέρει κάποτε στο μακρινό μέλλον να αποκτήσει F-35, θα έχει ήδη υποβαθμιστεί στην κατηγορία χωρών εκτός ΝΑΤΟ, όπως η Σαουδική Αραβία.
Αποκρύπτεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας βρίσκεται ακόμη σε στάδιο πρωτοτύπου, και ότι η μαζική παραγωγή είναι εντελώς διαφορετική υπόθεση.
Δεν εξετάζεται το ενδεχόμενο ότι, ακόμη κι αν ξεκινήσει η μαζική παραγωγή, οι εξαγωγές θα είναι δύσκολες λόγω έλλειψης χρηματοδότησης. Οι ανταγωνιστές χρηματοδοτούν τις πωλήσεις τους μέσω δικών τους τραπεζών, ενώ η Τουρκία δεν διαθέτει χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τέτοιου μεγέθους. Χωρίς εξαγωγές, η αμυντική βιομηχανία δεν μπορεί να επιβιώσει και οι ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων δεν μπορούν να καλυφθούν με βιώσιμο τρόπο.
Δεν τίθεται ποτέ το ερώτημα γιατί στα περίπου 25 χρόνια πριν από τη διακυβέρνηση Ερντογάν προστέθηκαν περίπου 400 αεροσκάφη στην Πολεμική Αεροπορία, ενώ στα 23 χρόνια της δικής του θητείας προστέθηκαν μόλις 30.
Μέσα σε αυτή την αλυσίδα αντιφάσεων, λαθών και ελλείψεων, η Τουρκία αναγκάζεται διαρκώς να αναζητά λύσεις που απλώς σώζουν τη στιγμή. Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη Kızılelma προσπαθούν να υποκαταστήσουν τα F-16. Μέτρα όπως η αναγκαστική αγορά Eurofighter είναι πάντα παρηγορητικά —δηλαδή απλά μπαλώματα.
Επιπλέον, χάνονται ιστορικές ευκαιρίες, όπως η διεύρυνση του ΝΑΤΟ με τη Σουηδία και τη Φινλανδία. Η γεωπολιτική αξία που αναδύεται αυθόρμητα δεν αξιοποιείται σε τέτοιες στιγμές για διπλωματική πίεση ή πειθώ. Δεν μετατρέπεται σε απτά οφέλη —ούτε για κατάργηση της βίζας προς την ΕΕ, ούτε για σχετική επίλυση εκκρεμών ζητημάτων στην αμυντική βιομηχανία.
Εν τω μεταξύ, η πρόσφατη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας (NSS) των ΗΠΑ αποτελεί την υλοποίηση της ανησυχητικής ομιλίας του Αντιπροέδρου Τζ. Ντ. Βανς στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου τον περασμένο Φεβρουάριο. Η παρένθεση 80 ετών κλείνει. Το έγγραφο αντιμετωπίζει την ΕΕ και την ευρωπαϊκή ιδέα ως αντίπαλο, ενώ σχεδόν δεν αναφέρει τη Ρωσία ή την Κίνα. Οι «αρχιτέκτονες» της υποτιθέμενης επιτυχίας στην εθνική ασφάλεια και την αμυντική βιομηχανία της Άγκυρας θα υποδεχθούν ευχαρίστως αυτή την εξέλιξη και θα κοιμηθούν ήσυχοι.
Ο Τραμπ έχει στρέψει το βλέμμα του στα δεσμευμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία στις Βρυξέλλες (EuroClear), τα οποία οι ισχυρότερες χώρες της ΕΕ επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν για τη στήριξη της Ουκρανίας, με σκοπό τις δικές του επενδυτικές συνεργασίες. Παρομοίως, ο Ερντογάν θα χαρεί με το ξανάνοιγμα της πόρτας προς τη Ρωσία, θα εκτιμήσει ότι η ΕΕ θα τον χρειάζεται σε θέματα όπως το κοινό αμυντικό ταμείο SAFE, και δεν θα ανησυχήσει που το μέλλον της ΕΕ —ακόμη και του ΝΑΤΟ— τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Ωστόσο, η θεσμική αγκύρωση και ο ιστορικός προσανατολισμός της Τουρκίας είναι ξεκάθαροι.
Το Κογκρέσο εξισορροπεί το συγκεκριμένο έγγραφο NSS με τον νόμο NDAA, δηλαδή τον αμυντικό προϋπολογισμό. Το ίδιο Κογκρέσο, πέραν του NDAA, συνεχίζει να υψώνει τείχη μπροστά στα αναγκαία βήματα για την εθνική άμυνα της Τουρκίας μέσω του νόμου CAATSA. Ο Τραμπ μπορεί να ρισκάρει σύγκρουση με το Κογκρέσο σε ζητήματα που τον συμφέρουν. Τα αμυντικά συμφέροντα της Τουρκίας όμως δεν ανήκουν σε αυτά. Η «εργασία» που ο Τραμπ έχει αναθέσει στον Ερντογάν για να ξεπεράσει το εμπόδιο του Κογκρέσου είναι η αποκατάσταση των σχέσεων με το Ισραήλ του Νετανιάχου. Ο φάκελος της Συρίας περιλαμβάνεται στο ίδιο μενού.
Συμπερασματικά, στη σχεδόν 25ετή διακυβέρνηση Ερντογάν, η αμυντική βιομηχανία, η εθνική ασφάλεια και η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας συνεχίζουν να παρασύρονται χωρίς σχέδιο, πρόγραμμα, πρόβλεψη ή σύνεση.
Πέρα από τις ανοιχτές συγκρούσεις στην περιφέρειά της, οι αβεβαιότητες και οι προκλήσεις έχουν οξυνθεί στο έπακρο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Τουρκία εισέρχεται σε αυτή την τέλεια καταιγίδα —χάρη στην «παγκόσμια ηγεσία» του Ερντογάν— χωρίς τιμόνι, με αβέβαιο προορισμό και εντελώς απροετοίμαστη.
* Το παρόν άρθρο γνώμης του πρώην Τούρκου διπλωμάτη Ναμίκ Ταν δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 13 Δεκεμβρίου 2025 στην τουρκική ενημερωτική ιστοσελίδα T24 και μεταφράστηκε στα ελληνικά για τους αναγνώστες του TLF.
Φωτογραφία: Wikipedia